- ιωκή
- ἰωκή, ἡ, αιτ. στον Ομ. ἰῶκα (Α)1. προσβολή, επίθεση, καταδίωξη στη μάχη2. ως κύριο όν. Ἰωκήπροσωποποίηση τής δίωξης, τής επίθεσης («ἐν δ' Ἔρις, ἐν δ' Ἀλκή, ἐν δὲ κρυόεσσα Ἰωκή», Ομ. Ιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < Fιώκω «καταδιώκω, χτυπώ», που συνδέεται με το διώκω*].
Dictionary of Greek. 2013.